-
1 στημοῤ-ῥαγέω
στημοῤ-ῥαγέω, die Fäden des Aufzugs zerreißen; intrans. vrbdt Aesch. Pers. 822 λακίδες ἀμφὶ σώματι στημ οῤῥαγοῠσι ποικίλων ἐσϑημάτων, die Lumpen der Gewänder zerfallen, ihre Fäden lösen sich.
-
2 λακίς
λακίς, ίδος, ἡ, Fetzen, Lappen, Lumpen, ὑφασμάτων, Aesch. Ch. 28; λακίδες ἀμφὶ σώματι – ποικίλων ἐσϑημάτων Pers. 821; das Zerreißen, λακὶς χιτῶνος ἔργον οὐ κατοικτιεῖ Suppl. 880, vgl. 113; βυσσίνοις δ' ἐν πέπλοις πέσῃ λακίς Pers. 123. – Auch in späterer Prosa, von Schiffstrümmern, D. Sic. 14, 72; Erdriß, 13, 99.
-
3 στημοῤῥαγέω
στημοῤ-ῥαγέω, die Fäden des Aufzugs zerreißen; intrans., λακίδες ἀμφὶ σώματι στημ οῤῥαγοῠσι ποικίλων ἐσϑημάτων, die Lumpen der Gewänder zerfallen, ihre Fäden lösen sich
См. также в других словарях:
στημορραγώ — έω, Α (αμτβ.) σχίζομαι σε κομμάτια, γίνομαι κουρέλι («λακίδες ἀμφὶ σώματι στημορραγοῡσι... ἐσθημάτων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στήμων, ονος (η μορφή στημο του πρώτου συνθετικού κατά τα θεματικά ουσ.) + ρραγῶ (< ρραγής < θ. ραγ τού ῥήγνυμι) … Dictionary of Greek